προσαιτητής
Look at other dictionaries:
προσαιτητής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαιτητής — ὁ, θηλ. προσαιτήτρια, Α [προσαιτῶ] προσαίτης*, επαίτης, ζήτουλας … Dictionary of Greek
προσαιτηταῖς — προσαιτητής masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαιτητήν — προσαιτητής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαιτητάς — προσαιτητά̱ς , προσαιτητής masc acc pl προσαιτητά̱ς , προσαιτητής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)